ευσχημολογώ

ευσχημολογώ
(Α εὐσχημολογῶ, -έω)
μιλώ σεμνά, με αξιοπρέπεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εύσχημος + -λογώ (< λόγος), πρβλ. κακο-λογώ, λεπτο-λογώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ευσχημολογία — η σεμνή ομιλία, αξιοπρεπής λόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευσχημολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Νέα εφημερίδα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”